εὐφιλής

εὐφιλής
εὐφῐλ-ής, ές,
A well-loved,

χείρ A.Ag.34

.
II [voice] Act., loving well,

ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐ. θεῶν Id.Eu.197

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευφιλής — εὐφιλής, ές (Α) 1. παθ. αυτός που αγαπιέται πολύ, φίλτατος, αγαπητός 2. ενεργ. αυτός που αγαπά πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλής (< φιλείν), πρβλ. δημο φιλής, προσ φιλής] …   Dictionary of Greek

  • εὐφιλής — well loved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφιλῆ — εὐφιλής well loved neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐφιλής well loved masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐφιλής well loved masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”